Τάραντ'

Τάραντ'
Τάραντα , Τάρας
a Tarentine
masc acc sg
Τάραντι , Τάρας
a Tarentine
masc dat sg
Τάραντε , Τάρας
a Tarentine
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Ταυροέντιον — Αρχαία παράλια πόλη NA της Μασσαλίας, της οποίας ήταν αποικία. Ο Σκύμνος την αναφέρει στις Περιηγήσεις του με την ονομασία Ταυρόεις. Ο Αρτεμίδωρος μας πληροφορεί, ότι η ονομασία της οφείλεται στο γεγονός, ότι το πλοίο, που πήγε έως εκεί τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”